δάμνημι

δάμνημι
δάμνημι (Α)
1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» — κατανικά τις σειρές των πολεμιστών
β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» — αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία)
2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η
α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους
β) το φυτό κήμος, λεοντοπέταλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. δάμνημι (αιολ. δάμναμι) ανάγεται σε ρίζα *dm-n-(ā)- που σημαίνει «δαμάζω, υποτάσσω καταναγκαστικά, εξημερώνω (για ζώα και κυρίως άλογα)» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. damnain «δένω σφιχτά, τιθασεύω, δαμάζω». Το θ. δαμα- του αορ. εδάμασα, από τον οποίο προήλθε και το δαμάζω*, ανάγεται σε IE *dm∂- (πρβλ. και αδάματος, δαμαίος, δαμάλης, δάμαλις, πανδαμάτωρ, πανδαμάτειρα), ενώ το θ. -δμη- (-δμᾱ), που εμφανίζεται στα ά-δμη-τος, α-δμή-ς, δμη-τός, νεο-δμής, προέρχεται από *dmā- (Και οι δύο ρίζες μπορούν να ερμηνευθούν ως μεταπτωτικές βαθμίδες μιας αρχικής κοινής ΙΕ ρ. *demā-). Οι τύποι που απαντούν στις άλλες ινδοευρ. γλώσσες δεν έχουν άμεση σύνδεση με τους ελληνικούς. Η Χεττική στη λ. damaš-zi παρουσιάζει θ. damaš- με σιγματική παρέκταση που αντιστοιχεί στο ελλ. δαμα-, η λ. πανδαμάτωρ αντιστοιχεί στο λατ. domitor, αρχ. ινδ. damitar, αλλά ίσως πρόκειται για ανεξάρτητους παράλληλους σχηματισμούς και το β' συνθετικό -δαμος απαντά στην αρχ. Ινδική ως -dama- (πρβλ. ιππόδαμος: arim- dama-). Οι αρχαίοι ενεστώτες λατ. domāre αρχ. ινδ. damāyati, γοτθ. gatamjan δεν απαντούν σε αντίστοιχους τύπους τής Ελληνικής. Τέλος, παρά τις αμφισβητήσεις, θεωρείται πιθανή μια αρχική συγγένεια με τις λέξεις δόμος, δεσπότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δάμνημι — forced pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμναμένων — δάμνημι forced pres part mp fem gen pl δάμνημι forced pres part mp masc/neut gen pl δαμνᾱμένων , δαμνάω pres part mp fem gen pl (epic doric aeolic) δαμνᾱμένων , δαμνάω pres part mp masc/neut gen pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμνάμεναι — δάμνημι forced pres part mp fem nom/voc pl δάμνημι forced pres inf act (epic) δαμνά̱μεναι , δαμνάω pres part mp fem nom/voc pl (epic doric aeolic) δαμνά̱μεναι , δαμνάω pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμναο — δάμνημι forced pres imperat mp 2nd sg (epic) δάμνημι forced imperf ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμνασο — δάμνημι forced pres imperat mp 2nd sg δάμνημι forced imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάμνημ' — δάμνημι , δάμνημι forced pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμναμένη — δάμνημι forced pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμναμένην — δάμνημι forced pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμναμένοιο — δάμνημι forced pres part mp masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμναμένοις — δάμνημι forced pres part mp masc/neut dat pl δαμνᾱμένοις , δαμνάω pres part mp masc/neut dat pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”